- μολυβδοχοΐα
- μολυβδο-χοΐα, ἡ,A work in molten lead, ib.171.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολυβδοχοΐα — η (Α μολυβδοχοΐα) [μολυβδοχόος] η τέχνη τής χύτευσης και κατεργασίας τού μολύβδου … Dictionary of Greek